- αδύναμος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν έχει δύναμη, αντοχή, σωματική ή ψυχική: Ήταν ένα γεροντάκι μικρόσωμο κι αδύναμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀδύναμος — weak masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδύναμος — η, ο (Α ἀδύναμος, ον) αυτός που δεν έχει σωματική και ψυχική αντοχή, ο αδύνατος νεοελλ. ισχνός, άπαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δύναμις. ΠΑΡ. ἀδυναμία αρχ. ἀδυναμῶ νεοελλ. aδvναμιάζω, αδυναμίζω, αδυναμώνω] … Dictionary of Greek
ἀδυναμώτερον — ἀδύναμος weak masc acc comp sg ἀδύναμος weak neut nom/voc/acc comp sg ἀδύναμος weak adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδύναμον — ἀδύναμος weak masc/fem acc sg ἀδύναμος weak neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδυναμίζω — [αδύναμος] αδυνατίζω* … Dictionary of Greek
αδυναμιάζω — [αδύναμος] περιέρχομαι σε αδυναμία, αδυνατίζω … Dictionary of Greek
ἀδυναμώτερα — ἀδύναμος weak neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδυνάμου — ἀδύναμος weak masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδυνάμους — ἀδύναμος weak masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδυνάμων — ἀδύναμος weak masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)